αποβρέχω

αποβρέχω
μετ.
1) мочить, намачивать сильно; замачивать;

αποβρέχω τα ρούχα — замочить бельё;

2) τριτοπρόσ.:
дождь перестаёт; απόβρεξε πιά дождь уже перестал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποβρέχω" в других словарях:

  • αποβρέχω — (AM ἀποβρέχω) διαβρέχω, μουσκεύω νεοελλ. απρόσ. παύει να βρέχει …   Dictionary of Greek

  • ἀποβρέχω — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • προαποβρέχω — ΜΑ μαλακώνω κάτι προηγουμένως με ύγρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβρέχω «μουσκεύω, μουλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποβρέχω — Α [ἀποβρέχω] διαβρέχω κάτι συγχρόνως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»